- φλογίτσα
- η, Νυποκορ. μικρή φλόγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
φλογίον — τὸ, Α [φλόξ, φλογός] υποκορ. μικρή φλόγα, φλογίτσα … Dictionary of Greek
υποκοριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που εκφράζει υποκορισμό (βλ. λ.), σμικρυντικός, χαϊδευτικός, κολακευτικός: Υποκοριστική κατάληξη. 2. το ουδ. ως ουσ., υποκοριστικό παράγωγη λέξη που δηλώνει υποκορισμό, που παρασταίνει δηλαδή ως μικρό ό,τι σημαίνει ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)